θυμιάζω
Смотреть что такое "θυμιάζω" в других словарях:
θυμιάζω — pres subj act 1st sg θυμιάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιάζω — (ΑΜ θυμιάζω) θυμιατίζω, καίω θυμίαμα, καπνίζω με θυμίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. παράλλ. τ. τού θυμιώ] … Dictionary of Greek
θυμιάζω — ιασα και ίασα, ιάστηκα, θυμιασμένος, η, ο, θυμιατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμιαζομένων — θυμιάζω pres part mp fem gen pl θυμιάζω pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιάζουσιν — θυμιάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θυμιάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθυμιασμένον — θυμιάζω perf part mp masc acc sg θυμιάζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθυμιασμένων — θυμιάζω perf part mp fem gen pl θυμιάζω perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθυμίαζον — θυμιάζω imperf ind act 3rd pl θυμιάζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιαζόμενα — θυμιάζω pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμιάζων — θυμιάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεθυμιασμένη — θυμιάζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)